Με την υπ’ αρ. 941/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατέστη τελεσίδικη η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης υπ’ αρ. 15/2022 που είχε κρίνει καταχρηστικό το κυμαινόμενο επιτόκιο ενός τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 97.070€, που χορηγήθηκε το 2007 με αρχικό επιτόκιο 7,47% και το οποίο μέχρι το 2021 κυμάνθηκε στο 6,22%, ενώ για το ίδιο διάστημα τα αντίστοιχα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχαν κυμανθεί από 4% (13.6.2007) σε 0% (από 16-3-2016).
Η απόφαση του Εφετείου 941/2023
Απέρριψε την έφεση της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων, η οποία άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης η οποία είχε κάνει δεκτή την αγωγη αναγνώρισης του υπολοίπου δανείου στο ποσό των 73.817 ευρώ αντί του ποσού των 130.000€ που αξίωνε αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού στην οποία είχε μεταβιβαστεί λόγω τιτλοποίησης το δάνειο και την οποία εκπροσωπούσε στην Ελλάδα μια εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΑΕΔΑΔΠ).
Το σκεπτικό της εφετειακής απόφασης
Το Εφετείο έκρινε ότι εφόσον η αγωγή στρέφονταν κατά της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, κι αυτή ήταν η ηττηθείσα διάδικος, αυτή όφειλε να ασκήσει την έφεση κι όχι η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΑΕΔΑΔΠ).
Γι΄αυτό, κρίθηκε η έφεση της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΑΕΔΑΔΠ) μη νόμιμη κι απορρίφθηκε για τυπικό λόγο η έφεση της. Κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, δεν άσκησε αίτηση αναίρεσης κι έτσι η απόφαση κατέστη αμετάκλητη.
Έννομες συνέπειες της εφετειακής απόφασης
Η απόρριψη της έφεσης καθιστά τελεσίδικη την πρωτόδικη απόφαση. Η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν μπορεί πλέον να ασκήσει έφεση, διότι επιδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση στην νόμιμη εκπρόσωπο κι αντίκλητό της στην Ελλάδα, οπότε παρήλθε η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως. Γι΄αυτό η πρωτόδικη απόφαση είναι απρόσβλητη και ισχυρή.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η Δανειολήπτρια και ο σύζυγος της, (πρωτοφειλέτρια κι εγγυητής), από το νομό Πιερίας, που είχαν λάβει από τράπεζα το 2007 δάνειο τοκοχρεωλυτικό ποσού 97.070 ευρώ, και το οποίο μετά από πρόσθετες πράξεις ρύθμισης είχε διαμορφωθεί στις 31.1.2021 στο ύψος των 129.040€ με επιτόκιο 6,22%.
Οι δανειολήπτες άσκησαν αγωγή κατά της τράπεζας και κατά της εταιρείας ειδικού σκοπού με την οποία ζητούσαν να ακυρωθούν οι όροι αναπροσαρμογής του κυμαινομένου επιτοκίου στην αρχική σύμβαση και στις πρόσθετες πράξεις ρύθμισης, ως αόριστοι και καταχρηστικοί, γιατί δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και γιατί επέτρεπαν στη δανείστρια να διαμορφώνει μονομερώς το επιτόκιο ανεξάρτητα από τη διακύμανση του επιτοκιακού δείκτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) και ζητούσαν να γίνει δεκτός ο επανυπολογισμός των τόκων με μειωμένο επιτόκιο, όπως τον περιέγραφαν στην αγωγή τους.
Η πρωτόδικη δικαστική απόφαση
Πράγματι, με την υπ’ αρ. 15/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης αναγνωρίστηκε κατ΄αρχήν, ως προδικαστικό προαπαιτούμενο, ότι οι όροι που καθόριζαν τον τρόπο διακύμανσης του επιτοκίου ήταν αόριστοι, και γι’ αυτό καταχρηστικοί, με αποτέλεσμα όλοι οι τόκοι να καταστούν άκυροι και παράνομοι.
Οι όροι που κρίθηκαν καταχρηστικοί
Το Δικαστήριο απασχόλησε ο όρος περί του κυμαινομένου επιτοκίου στην από 2007 αρχική σύμβαση και ο όμοιος στην από 2012 πρόσθετη πράξη, που όριζε:
α) «Το δάνειο θα επιβαρύνεται από την υπογραφή της παρούσας με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο 6,25%, πλέον της εισφοράς του Ν. 128/75 που σήμερα ανέρχεται σε 0,12%. Το επιτόκιο αποτελείται από το βασικό επιτόκιο χορηγήσεων 5,25 και το περιθώριο προσαύξησης 1%. Το βασικό επιτόκιο είναι αυτό που η Τράπεζα ανακοινώνει διά του τύπου και ισχύει για όλους τους πελάτες για τη συγκεκριμένη κατηγορία δανείου. […] Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλει το ανωτέρω επιτόκιο, εφόσον υπάρξει μεταβολή του παρεμβατικού (επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις αναχρηματοδότησης) επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση αντίστοιχα) και έως του διπλάσιου της μεταβολής αυτής.»
Ο ανωτέρω Όρος κρίθηκε αόριστος και καταχρηστικός διότι «εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Τράπεζας να μεταβάλει το επιτόκιο, εφόσον υπάρξει μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση, αντίστοιχα) και έως του διπλάσιου της μεταβολής αυτής.
Ειδικότερα, όπως στην απόφαση αναφέρεται, η Τράπεζα «δικαιούται», και δεν υποχρεούται, να μεταβάλει το επιτόκιό της, υπό την παραπάνω προϋπόθεση, ώστε να της παρέχεται η δυνατότητα, εφόσον το επιθυμεί, να κρατήσει σταθερό (ή και να αυξήσει) το επιτόκιό της, ακόμα και όταν το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ έχει μειωθεί. Έτσι, όμως, επιτρέπεται στη δανείστρια Τράπεζα να μεταβάλει ουσιαστικά μονομερώς, οποτεδήποτε, το συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή πελάτη, εν προκειμένω στους ενάγοντες, κριτήρια ειδικά και εύλογα, γεγονός που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών τους ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής τους σχέσης με την Τράπεζα. Με τον ως άνω όρο παραβιάζεται από τη δεύτερη εναγόμενη η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των ΓΟΣ, διότι δεν παρουσιάζονται στους ενάγοντες τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους, ως συμβαλλόμενων, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και, δη, δεν διατυπώνεται κατά τρόπο ευκρινή η μέθοδος και τα κριτήρια, με βάση τα οποία η Τράπεζα διαμορφώνει το κυμαινόμενο επιτόκιο της επίδικης σύμβασης, με συνέπεια οι ενάγοντες να μην είναι σε θέση να διαγνώσουν εκ των προτέρων το ύψος του επιτοκίου που θα ισχύει για τον υπολογισμό, ούτε καν των επόμενων δόσεων του δανείου τους.»
β) Ο άλλος ΓΟΣ που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν ο όρος περί κυμαινομένου επιτοκίου στις επόμενες από 2016 και 2018 πρόσθετες πράξεις, ο οποίος προέβλεπε:
««1.1 Το επιτόκιο με βάση το οποίο υπολογίζεται ο τόκος του δανείου, σε ετήσια βάση, ορίζεται κυμαινόμενο, και αποτελείται από το άθροισμα του κάθε φορά ισχύοντος βασικού επιτοκίου Αγροτών της Τράπεζας για τη χορήγηση δανείων (Β.Ε.Α.), το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 7,10%, πλέον περιθωρίου -1,60% και της εισφοράς του Ν. 128/1975, η οποία σήμερα ανέρχεται σε 0,12%, ήτοι συνολικό επιτόκιο 5,62%. Η αναπροσαρμογή του Βασικού Επιτοκίου Αγροτών της Τράπεζας γίνεται με βάση τις μεταβολές του δείκτη EURIBOR μηνός, ώστε να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της αγοράς. Η αναπροσαρμογή του Βασικού Επιτοκίου Αγροτών της Τράπεζας θα διαφοροποιείται επιπλέον της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του δείκτη EURIBOR μηνός κατά τον χρόνο της προηγούμενης αναπροσαρμογής του Βασικού Επιτοκίου Αγροτών και τον χρόνο της διενεργούμενης μεταβολής, σε ποσοστό +0,5%, σύμφωνα με το ακόλουθο ενδεικτικό παράδειγμα:
Χρόνος προηγούμενης αναπροσαρμογής:
- EURIBOR· μηνός 3,5%. Βασικό Επιτόκιο Τράπεζας 6%.
- Χρόνος νέας αναπροσαρμογής: EURIBOR μηνός 2,5%.
- Διαφορά: -1%.
Το βασικό επιτόκιο θα διαμορφωθεί σε 6%-1 %+0,5%=5,5%.
Σε περίπτωση αναπροσαρμογής του περιθωρίου ή/και αυξομείωσης ή κατάργησης της εισφοράς του Ν. 128/75 θα αυξομειώνεται ανάλογα και το επιτόκιο και θα αναπροσαρμόζεται ο πίνακας των δόσεων, ο δε νέος πίνακας που θα συντάσσεται από την Τράπεζα για τις υπόλοιπες δόσεις θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος […]. Η εκάστοτε αναπροσαρμογή του Βασικού Επιτοκίου Αγροτών θα γνωστοποιείται στον Οφειλέτη με ανακοίνωση της Τράπεζας στον τύπο ή με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο, θα ισχύει δε από την ημέρα της κατά τα ανωτέρω γνωστοποίησής της. Σε περίπτωση αναπροσαρμογής του βασικού επιτοκίου, ο Οφειλέτης έχει δικαίωμα να μην την αποδεχθεί, οπότε είναι υποχρεωμένος εντός διαστήματος ενός (1) μηνός από την κατά τα παραπάνω γνωστοποίηση της μεταβολής να εξοφλήσει το υπόλοιπο της οφειλής. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή θεωρείται ότι αποδέχθηκε την αναπροσαρμογή».
To Δικαστήριο έκρινε ότι: «έχει απαλειφθεί, καταρχάς, η λέξη «δικαιούται» και, επομένως, η σχετική διακριτική ευχέρεια της Τράπεζας. Ωστόσο, αν και το τελικό κυμαινόμενο επιτόκιο πρέπει να διαμορφώνεται από τρεις επιμέρους παραμέτρους (βλ. και την υπ\’ αριθ. 178/2004 απόφαση της ΕΤΠΘ), ήτοι τη βάση αναφοράς, που είναι κυμαινόμενη και μπορεί να είναι το διατραπεζικό επιτόκιο (π,χ. Euribor) ή το επιτόκιο της ΕΚΤ (εν προκειμένω, το πρώτο), το περιθώριο κέρδους της Τράπεζας, που είναι σταθερό (-1,60% στην από 5-7-2016 πρόσθετη πράξη και -1% στην από 27-7-2018 πρόσθετη πράξη), και την κρατική επιβάρυνση (0,12% εν προκειμένω), με τους παραπάνω όρους έχει τεθεί και μία επιπλέον παράμετρος, ήτοι έχει οριστεί ότι «Η αναπροσαρμογή του Βασικού Επιτοκίου Αγροτών της Τράπεζας θα διαφοροποιείται επιπλέον της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του δείκτη Euribor μηνός κατά τον χρόνο της προηγούμενης αναπροσαρμογής του Βασικού Επιτοκίου Αγροτών και τον χρόνο της διενεργούμενης μεταβολής, σε ποσοστό +0,5%.
Όμως, η επαύξηση αυτή είναι μονομερής και αυθαίρετη και έχει ως συνέπεια ενδεχόμενη μείωση του δείκτη Euribor να μην περνά στον δανειολήπτη, αλλά να αντιστρέφεται, με την αδικαιολόγητη πρόσθεση ποσοστού +0,5% στην όποια πτωτική διαφορά. Ιδίως, δε, εάν υπάρξει μείωση του Euribor μηνός σε ποσοστό μικρότερο του 0,5%, αυτό θα οδηγήσει, τελικώς, σε αύξηση του επιτοκίου του δανείου και όχι σε μείωση αυτού, ο τρόπος, δε, αυτός υπολογισμού οδηγεί εν τέλει σε επιβάρυνση του δανειολήπτη. Πιο συγκεκριμένα, και με βάση με το παράδειγμα, που η ίδια η Τράπεζα περιλαμβάνει στις άνω πρόσθετες πράξεις, σε μείωση κατά 0,25% του Euribor· 1Μ, το επιτόκιο του δανείου θα οριστεί σε 6%-0,25%+0,5% = 6,25% (αντί του 6%, που ήταν πριν τη μείωση του Euribor). Ως εκ τούτου, και με τον εν λόγω όρο αυτών των πρόσθετων πράξεων παραβιάζεται από τη δεύτερη εναγόμενη η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των ΓΟΣ, και επέρχεται σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων, σε βάρος των εναγόντων».
Οι έννομες συνέπειες της ακύρωσης των τόκων ως παράνομων και καταχρηστικών
Η ακύρωση των Ορων περί κυμαινομένου επιτοκίου οδηγεί σε μερική ακυρότητα της σύμβασης ως προς το εφαρμοστέο επιτόκιο. Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 ΑΚ και την ιδέα της «δίκαιης κρίσης», που διέπει το εν λόγω άρθρο, με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι, η αναπροσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου γίνεται σύμφωνα με τα ορθά κριτήρια, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών, διαφορετικά γίνεται από το δικαστήριο (ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ).
Η ακύρωση όλων των τόκων είχε ως συνέπεια να γίνει συμπληρωματική ερμηνεία κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κι επανυπολογισμός των τόκων του δανείου εξ αρχής, με νέα επιτόκια, που κυμαίνονταν σύμφωνα με τις διακυμάνσεις του επιτοκίου Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης), με αποτέλεσμα να υπολογιστούν μικρότεροι τόκοι και τελικώς η απαίτηση από 129.040 € αποδείχθηκε κι αναγνωρίστηκε ότι είναι μόνο 73.817,37€. (Δηλ. 55.222,63€ λιγότερα απ΄ο,τι η τράπεζα κι ήδη η εταιρεία ειδικού σκοπού ισχυριζόταν).
Οι διαπιστώσεις της απόφασης
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ενώ τα επιτόκια ΕΚΤ μειώνονταν διαρκώς από το 2007 έως το 2016 από 4% σε 0%, (που παρέμεινε μηδενικό μέχρι το καλοκαίρι του 2022), οι μειώσεις αυτές δεν μετακυλίστηκαν στα επιτόκια δανεισμού, με αποτέλεσμα η τράπεζα να αύξαινε την κερδοφορίας της με το πρόσχημα του «κυμαινομένου επιτοκίου». Αυτό διαπιστώθηκε από την σχολιαζόμενη αποφαση, που κατέληξε στο γνωστό πλέον αποτέλεσμα.
Ποιους ωφελεί η τελεσίδικη αυτή απόφαση
Κυρίως όσους μέχρι τον Οκτώβριο 2008 έλαβαν δάνεια τοκοχρεωλυτικά με κυμαινόμενο επιτόκιο με παρόμοιους με τους ανωτέρω όρους κι εξυπηρετούσαν κανονικά όλες τις δόσεις.
Εφόσον τόκοι που πληρωσαν θα κριθούν καταχρηστικοί, μπορούν να έχουν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα στον επανυπολογισμό των τόκων και να πάρουν πίσω τη διαφορά ή να μειωθεί σημαντικά το υπολειπόμενο.
Οι επίμαχοι όροι που κρίθηκαν καταχρηστικοί:
Α) Όρος κατά τον οποίο η τράπεζα απλώς δύναται να μεταβάλλει κι αντι να δεσμεύεται από την διακύμανση του επιτοκειακού δείκτη, και
Β) Όρος που προβλέπει αυθαίρετη επιβάρυνση +0,50% σε κάθε πτωτική μεταβολή, ώστε λόγω της καταχρηστικότητάς τους, να οδηγηθεί το δάνειο σε δικαστικό επανυπολογισμό και μείωση της απαίτησης.
Πρώτιστα ωφελούνται:
α) αυτοί που έλαβαν τοκοχρεωλυτικό δάνειο κυρίως έως τον Οκτώβριο 2008, διότι από τότε κι ύστερα επήλθαν οι μεγαλύτερες μειώσεις του επιτοκίου ΕΚΤ,
β) ήταν συνεπείς δανειολήπτες και εξυπηρετούσαν ανελλιπώς το δάνειο τους, ώστε οι τόκοι που κατέβαλαν με το καταχρηστικό επιτόκιο
οπότε, μπορούν:
- είτε να συμψηφιστούν με το ανεξόφλητο υπόλοιπο τους
- είτε, εφόσον εξόφλησαν ολοσχερώς, να τους αποδοθούν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά.