Πανωτόκια σε αγροτικά δάνεια (Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι…)

Προοίμιο

Από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους το 1830 και μέχρι το 1980 δεν γινόταν μηνιαίος ή τριμηνιαίος ανατοκισμός σε κανένα τραπεζικό δάνειο. Όμως, κακή τη τύχη, από τις 8-12-1980 τέθηκε σε ισχύ η περίφημη υπ’ αριθ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ. 6 του Νόμου 1083/1980, που κάποιος υπουργός υπέγραψε κι επέτρεψε τον απεριόριστο κι άνευ συμφωνίας μηνιαίο/ τριμηνιαίο/ εξαμηνιαίο ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων!

Συνάμα τα επιτόκια των μακροπρόθεσμων επιχειρηματικών δανείων, ενώ  σ’ όλη  τη δεκαετία του ’60 και μέχρι τον Ιούνιο 1973 κυμαίνονταν από 7,50% μέχρι 8,00%, σκαρφάλωσαν τον Οκτώβριο 1980 σε 18,5% και  εκτινάχθηκαν τον Μάιο 1993 μέχρι και 27,50%,  με αποτέλεσμα  οι αυξημένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις να μην μπορούν να εξυπηρετούνται και να καθυστερούν, οπότε οι καθυστερούμενοι τόκοι προστίθονταν στη δόση του επόμενου μήνα/τριμήνου/εξαμήνου και ούτω καθεξής, με συνέπεια η οφειλή, αναπόδραστα, να αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο μεσοπρόθεσμα  8 και 10 φορές πάνω από το ληφθέν κεφάλαιο! Οι παράγοντες αυτοί εξέθρεψαν το φαινόμενο της υπέρμετρης και καταστροφικής για τις επιχειρήσεις διογκώσεως των οφειλών τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Δηλαδή, με απλά λόγια, η αποβιομηχάνηση της χώρας συντελέστηκε κατά κύριο λόγο εξ αιτίας του ανεξέλεγκτου ανατοκισμού, που πολλαπλασίαζε με γεωμετρική πρόοδο το χρέος από τον τραπεζικό  δανεισμό.

Το δικαίωμα τού χωρίς περιορισμούς  ανατοκισμού δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως της Νομισματικής Επιτροπής πράγματι προκάλεσε μεγάλη καταστροφή στην ελληνική βιομηχανία και μεταποίηση, που έλαβε τεράστιες διαστάσεις κι είχε σαν αποτέλεσμα να χρεωκοπήσουν οι περισσότερες από τις παραγωγικές μονάδες της χώρας. Δεκαοκτώ  χρόνια μετά την εφαρμογή της αποφάσεως της Νομισματικής Επιτροπής,  ο  Άρειος Πάγος διαπίστωσε, εν τέλει,  το τεράστιο πρόβλημα και  με τις ιστορικές αποφάσεις τής Ολομέλειας του υπ’ αρ.  8/1998 και  9/1998 ανέτρεψε την μέχρι τότε νομολογία του (που δεχόταν ως νόμιμο τον χωρίς περιορισμό ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων).

Η αλλαγή της νομολογίας του ΑΠ αμέσως προκάλεσε νομοθετική  παρέμβαση. Θεσπίστηκε η απαγόρευση ανατοκισμού με συχνότητα μικρότερης του εξαμήνου (άρθρο 12  Ν. 2601/1998).  Στη συνέχεια, θεσπίστηκαν τα ανώτατα όρια που θα μπορούσε να φτάσει πλέον μια τραπεζική απαίτηση (4πλασιο, 3πλασιο, 2πλάσιο του αρχικού κεφαλαίου, αναλόγως πότε λήφθηκε το δάνειο), αλλά συγχρόνως ορίστηκε πως ό,τι είχε καταβληθεί μέχρι τότε, παραπάνω των ορίων αυτών, δεν αναζητείται  σε καμία περίπτωση (άρθρ. 30 § 2 εδ. β` του Ν. 2789/2000).

Ο νόμος του 2004 για τα δάνεια των αγροτών /κτηνοτρόφων

Εν τέλει, με το Νόμο  3259/2004, εισήχθη  επιτέλους ο καθορισμός του 2πλασίου ως ανώτατου ορίου της συνολικής οφειλής τους προς την τράπεζα,  (κι αν δεν υπάρχουν στοιχεία για τα προ του 1990 ληφθέντα κεφάλαια θεσπίστηκε ευνοϊκότερος συντελεστής 1,5)  για τα δάνεια των αγροτών και των κτηνοτρόφων, φυσικών προσώπων, αλλά και εταιρειών με  αντικείμενο γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες, όπως  η πρόσφατη απόφαση υπ’ αρ. 11/2016 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου απεφάνθη, κρίνοντας το ζήτημα, εάν ως αγρότες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 § 5 του Ν. 3259/2004, θεωρούνται, πέραν των φυσικών και τα νομικά πρόσωπα και μάλιστα τόσον οι προσωπικές, όσον και οι κεφαλαιουχικές εταιρίες ή οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι ΙΚΕ, που οι εταίροι κατά πλειοψηφία είναι αγρότες και ασχολούνται με την γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία κλπ,  και εάν τελικά δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα την προνομιακή μεταχείριση, την οποία προβλέπει ο ως άνω νόμος για τους αγρότες, στην έννοια των οποίων υπάγονται όλοι οι ασχολούμενοι με τη γεωργία, κτηνοτροφία, πτηνοτροφία, μελισσοκομία, σηροτροφία, αλιεία, υδατοκαλλιέργεια, δασοπονία. Επίσης και όσοι από αυτούς ασχολούνται συμπληρωματικά και με τον αγροτουρισμό, αγροτοβιομηχανία, παραδοσιακή βιοτεχνία και προστασία του φυσικού χώρου, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται στα όρια της αγροτικής εκμετάλλευσης και στα πλαίσια του εγκεκριμένου προγράμματος του Υπουργείου Γεωργίας.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς πόσο μεγάλη σημασία  είχε η παραπάνω απόφαση της Ολομέλειας και τι μεγάλο εύρος από επιχειρηματικά  δάνεια περιλαμβάνει, για τα οποία αναγνωρίζεται πλέον, ότι έχουν οροφή οφειλής μέχρι το διπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι στην Κύπρο το 2πλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου, ως ανώτατο όριο οφειλής  θεσπίστηκε από το 1977!!!  Εκεί, στο αδελφό κράτος,  με ένα νόμο κι ένα άρθρο, επιτυχώς έδωσαν  λύση και βρήκαν την χρυσή τομή για τα ανώτατα όρια της τραπεζικής οφειλής. Με το άρθρ. 6 του υπ’ αρ.  2/1977 κυπριακού Νόμου περί Τόκου απαγορεύονταν  η απαίτηση τόκων  να υπερβαίνει το ληφθέν κεφάλαιο [«ο τόκος …δεν θα υπερβαίνει το ποσόν του αρχικού χρέους»].  Ο νόμος αυτός αποτέλεσε αναμφίβολα το κατάλληλο υπόβαθρο για να γραφεί μια χρυσή περίοδος ευημερίας κι ανάπτυξης στην Κύπρο, ενώ στην Ελλάδα εξ αιτίας της θέσπισης του απεριόριστου ανατοκισμού από το 1980 και μέχρι το 2004 καταστρέφονταν οι εγχώριες βιομηχανικές, βιοτεχνικές, αγροτικές και  μεταποιητικές επιχειρήσεις.

Προβλήματα εφαρμογής του νόμου για τα δάνεια των αγροτών

Όμως, παρά την θέσπιση του 2πλασιου ως ανώτατου ορίου οφειλής για τα αγροτικά δάνεια, παρατηρήθηκε  έντονα το φαινόμενο καταστρατήγησης του νόμου και μη ορθής εφαρμογής του από την ΑτΕ, η οποία, αν και εσχάτως λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, δεν έπαυσαν οι παρά το νόμο απαιτήσεις της από την κακή εφαρμογή του νόμου, να στοιχειώνουν τον ύπνο πολλών αγροτών. Ακόμη κι όσες απαιτήσεις μεταφέρθηκαν στην διάδοχο τράπεζα, συνεχίζουν να διεκδικούνται με τις παράνομες προσαυξήσεις λόγω εσφαλμένου υπολογισμού και κακής εφαρμογής του νόμου 3259/2004. Ενώ λοιπόν η ΑτΕ ‘παρέδωσε την ψυχή της’, με την θέση της σε εκκαθάριση, το χούι τής μη ορθής εφαρμογής του νόμου, συνεχίζεται….

Ενδεικτικά, παρατίθενται τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Περίπτωση πρώτη (μηδενισμός απαίτησης)

Τρεις αγρότες (2 πρωτοφειλέτες κι 1 εγγυητής) από το Χουμνικό Σερρών καλούνταν από την τράπεζα να εξοφλήσουν υποτιθέμενο   υπόλοιπο οφειλής 28.000€. Όμως οι δανειολήπτες αυτοί ενώ είχαν λάβει διάφορα αγροτικά  δάνεια  συνολικού ύψους περί τα 10 εκατομμύρια  δραχμές (30.000  €) κι είχαν πληρώσει στην τράπεζα 69.496 €, δηλαδή πάνω από το διπλάσιο, καλούνταν από την τράπεζα να πληρώσουν κι άλλα… 28.000€! Η επιπλέον απαίτηση δεν ήταν νόμιμη και μετά από  άσκηση αγωγής από αυτούς, ακυρώθηκε ολοσχερώς η απαίτηση των 28.000€ με την υπ’ αρ. 126/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, που κατέστη τελεσίδικη κι αμετάκλητη.

Περίπτωση δεύτερη (περιορισμός απαίτησης στο μισό)

Αγρότης από το Νέο Σκοπό Σερρών  καλούνταν από την τράπεζα να εξοφλήσει υποτιθέμενο υπόλοιπο από αγροτικά δάνεια ύψους 101.000 €. Και σ΄αυτήν την περίπτωση η τράπεζα δεν εφάρμοσε σωστά το νόμο, αγνόησε πληρωμές του δανειολήπτη  και δεν υπολόγισε το ανώτατο ύψος στο διπλάσιο των ληφθέντων κεφαλαίων. Μετά από αγωγή του, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο αγρότης αυτός είχε λάβει συνολικά περί τα 7.721.000 δρχ και είχε πληρώσει 6.027.000 δρχ . Επειδή δεν είχε πληρώσει το διπλάσιο των ληφθέντων κεφαλαίων (15.442.108 δρχ), αφαιρέθηκαν απ’ το ανώτατο όριο (15.442.108 δρχ)  οι καταβολές του και το Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών με την υπ’ αρ. 125/2012 τελεσίδικη κι αμετάκλητη απόφαση του,  περιόρισε την οφειλή του, που είχε φτάσει κατά την τράπεζα τα 101.000 €, σε  27.630 € εντόκως από 4.8.2004, δηλαδή  τού περιόρισε την οφειλή περίπου στο μισό  (27.630 € συν νόμιμοι τόκοι περίπου  17.000€) απ΄ ό,τι η τράπεζα διεκδικούσε.

Περίπτωση τρίτη (μηδενισμός απαίτησης)

Αγρότης από χωριό στα βόρεια του Νομού Σερρών είχε λάβει το 1999 δάνειο 3.000.00 δρχ. το οποίο κάποια στιγμή σταμάτησε να εξυπηρετεί. Η τράπεζα τον κάλεσε το 2007 σε ρύθμιση και αυτός αναγνώρισε ότι χρωστά υπόλοιπο κεφαλαίου  25.56,61 € αποπληρωτέο σε δέκα χρόνια εντόκως, δηλ. συνολικά μέχρι το 2017 θα έπρεπε να πληρώσει 34.572,23 €. Δηλαδή θα έπρεπε να πληρώσει 4 φορές το ληφθέν κεφάλαιο, χωρίς να υπολογίζονται οι καταβολές που είχε ήδη κάνει από το 1999 μέχρι το 2007!

Κατόπιν αγωγής του, διατάχθηκε λογιστική πραγματογνωμοσύνη με την υπ’ αρ. 143/2015 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών. Η λογιστική πραγματογνωμοσύνη δικαιώσε πλήρως τον ενδιαφερόμενο αγρότη και διαπίστωσε,  ότι όχι μόνο πλήρωσε τα διπλάσια απ’ ό,τι έλαβε, αλλά και πολύ παραπάνω (συνολικά πλήρωσε 21.000€) και συνεπώς δεν οφείλει απολύτως τίποτα, αλλά απεναντίας έχει να λαμβάνει πίσω.

Επιμύθιο

Η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι για μερικούς τραπεζίτες   1+1 δεν κάνουν 2, παρά το ότι ο νόμος έτσι διακελεύει. Η πράξη καταδεικνύει επίσης, ότι η εφαρμογή ενός νόμου δεν είναι, τελικώς, τόσο απλή, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Η εφαρμογή του διπλασίου ως ανώτατου ορίου στις τραπεζικές απαιτήσεις από αγροτικά / κτηνοτροφικά δάνεια δεν γίνεται πάντοτε απλά κι εύκολα, όπως ο νομοθέτης προέβλεψε, αλλά συναντά όχι σπάνια συμπληγάδες, όπως αμφισβητήσιμες «αναγνωρίσεις χρεών» και τραπεζολογιστικές μαεστρίες, που, παρά το νόμο,  πολλές φορές καταλήγουν  το 1+1 να κάνει 11 !

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ: