Σ΄όλους είναι γνωστό το έγκλημα της πλαστογραφίας. Δηλαδή, το να απομιμείται κανείς την υπογραφή άλλου, για σκοπό απόκτησης παράνομου οφέλους.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, που ένας προϊστάμενος, ας πούμε, διατάσσει τον υφιστάμενο υπάλληλό του, να θέσει (ο υπάλληλος) την υπογραφή για λογαριασμό του προϊσταμένου του. Υπάρχει τότε πλαστογραφία;
Όχι λέει σύμπασα νομολογία και θεωρία. Η έγκριση, η συναίνεση, η άδεια απ’ τον «πλαστογραφούμενο» που είπε στον άλλο να θέσει την υπογραφή του, αυτομάτως καθιστά την απομιμούμενη υπογραφή μια καθόλα νόμιμη πράξη που έγινε για λογαριασμό αυτού που έδωσε την συναίνεσή του. Και δεν γίνεται λόγος για πλαστογραφία.
Τα προβλήματα αρχίζουν, όταν αυτός που έδωσε την εντολή στον υπάλληλό του να θέσει για λογαριασμό του την υπογραφή του, σε απώτερο χρόνο αρχίσει να διαδίδει ή να καταθέτει σε επίσημες αρχές, ότι δεν έδωσε ποτέ τέτοια συναίνεση. Ότι τέθηκε η υπογραφή του από τον υπάλληλό του, χωρίς την άδειά του. Τότε, πραγματικά, \”κρεμά\” τον υπάλληλο που εμπιστεύτηκε τον προϊστάμενό του κι υπέγραφε για λογαριασμό του. Τότε πραγματικά μπορεί να χαρακτηριστεί ο υπάλληλος, άθελά του κι εντελώς άδικα, ως «πλαστογράφος»!
Να λοιπόν, μια γκρίζα περίπτωση «πλαστογραφίας», που όμως δεν είναι τέτοια, αλλά χαρακτηρίζεται ως τέτοια, εξ αιτίας ενός ανειλικρινούς ανθρώπου, που για δικούς του ιδιοτελείς σκοπούς λέει ένθεν κακείθεν ότι δεν ξέρει τίποτα για το πώς μπήκαν οι υπογραφές του!
Τότε τι γίνεται άραγε; Καταδικάζεται ο αδίκως κατηγορηθείς για πλαστογραφία;
Η απάντηση εξαρτάται, από το εάν μπορεί ο αδικηθείς υπάλληλος να αποδείξει ότι δεν είχε κανέναν προσωπικό λόγο να πλαστογραφήσει για δικό του όφελος ή για να ωφεληθεί κάποιος τρίτος. Ότι δεν υπήρξε τελικώς κανένα δικό του ή άλλου προσώπου, περιουσιακό όφελος.
Αυτό είναι θέμα αποδείξεως και πώς θα προσλάβει τις αποδείξεις το κρίνον δικαστήριο. Εάν, μάλιστα, προστεθούν προκατειλημμένοι εις βάρος του υπαλλήλου μάρτυρες, που θέλουν να του κάνουν κακό, τότε είναι πιθανόν να επηρεάσουν δυσμενώς την κρίση του δικαστή για τον αδίκως κατηγορηθέντα και να κριθεί «ένοχος» πλαστογραφίας. Πραγματικά, υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν είναι δύσκολο να καταδικαστεί ένας αθώος!
Όμως, γι΄αυτό το λόγο υπάρχει ο δεύτερος βαθμός, το κατ’ έφεση δικαστήριο, που θα ξαναδεί την υπόθεση εξ υπαρχής από μηδενική βάση, θεωρητικώς τουλάχιστον έτσι πρέπει, και θα εκφέρει ορθότερη κρίση, εξετάζοντας νηφαλιότερα τα πραγματικά περιστατικά.
Γι΄αυτό άλλωστε, ισχύει το τεκμήριο αθωότητας άχρι αμετακλήτου αποφάσεως, δηλαδή μέχρι η υπόθεση κριθεί από τον Άρειο Πάγο ή η τελεσίδικη απόφαση να μην προσβληθεί με αναίρεση και καταστεί έτσι αμετάκλητη. Μέχρι την αμετάκλητη απόφαση λογίζεται ο κατηγορούμενος αθώος.Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται η δημοσιοποίηση κι η επίκληση, εδώ κι εκεί, μια πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, γιατί δεν είναι τελειωτική της υποθέσεως.
Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, κατ΄αρχήν και γενικά, απαγορεύεται η δημοσιοποίηση ακόμη και των αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων, γιατί παραβιάζουν τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κι όποιος κοινοποιεί τέτοιες αποφάσεις υποπίπτει στο σχετικό ποινικό νόμο, που απαγορεύει τη δημοσιοποίηση. Βέβαια, εξαίρεση στον κανόνα συνιστά η δημοσιοποίηση αποφάσεων για δημόσια πρόσωπα, για λόγους ενημέρωσης του κοινού.
Εν κατακλείδι, το ηθικό δίδαγμα είναι να μην εμπιστεύεσαι ποτέ αυτόν που σου λέει «βάλε για μένα την υπογραφή μου», γιατί ποτέ δεν ξέρεις που μπορεί να οδηγηθείς από μια νόμιμη φαινομενικά πράξη και σε τι κακοτράχαλους ατραπούς μπορεί να εισέλθεις, για να αποδείξεις την αθωότητά σου.